Ο φίλος μου ο Κόμπε

Λίγο πριν μπει στον αγωνιστικό χώρο για την προθέρμανση και τον αγώνα, ο Κόμπε Μπράιαντ ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τελετουργικό. Κάνει μασάζ στα πόδια του όσο αυτοσυγκεντρώνεται στα αποδυτήρια, δένει τα κορδόνια ενός ολοκαίνουριου ζευγαριού από τα παπούτσια που φέρουν την υπογραφή του, χαιρετά τους γνωστούς του από τη στατιστική υπηρεσία, κλοτσάει το έδαφος ώστε να ακουστεί ο στριγκός ήχος από την ελαστική σόλα που τρίβεται στο παρκέ, κουνάει κυκλικά τα γόνατά του και αγκαλιάζει έναν τύπο. Τον Τζος Πάουελ.

Βρισκόμαστε στη σεζόν 2009-10, την πρώτη από τις δύο που πέρασε ο νέος παίκτης του Ολυμπιακού στο Λος Άντζελες. Τη σεζόν που γεννήθηκε η μεγάλη φιλία του με τον Κόμπε Μπράιαντ. «Τον αγκαλιάζω και ψιθυρίζω στο αυτί του διάφορα. Από το ότι θα πάμε μετά το παιχνίδι να φάμε χάμπουργκερ μέχρι κάποια ειρωνική δήλωση του αντίπαλου προπονητή. Οτιδήποτε μπορεί να του βάλει… φωτιά. Το διασκεδάζουμε», έλεγε τότε ο Πάουελ και εξηγούσε: «Προσπαθώ απλώς να δίνω κίνητρο στον καθένα. Ξέρω ότι ο κόσμος αναρωτιέται πώς είναι δυνατό να δώσεις κίνητρο σε τύπους σαν τον Κόμπε ή τον Γκασόλ. Αλλά είναι απλό. Όλοι είμαστε άνθρωποι».

Οι παροικούντες το ΝΒΑ ισχυρίζονται πως μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού οι κατά καιρούς συμπαίκτες του Κόμπε Μπράιαντ, τους οποίους ο ίδιος θεωρεί προσωπικούς φίλους του. Ένας εξ αυτών είναι ο Τζος Πάουελ. Και κατάφερε να μπει σε αυτό το πολύ κλειστό και προνομιούχο κλαμπ για δύο λόγους. Ο ένας είναι η όρεξη που έχει για δουλειά και ο σοβαρός χαρακτήρας του.

«Μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος για σκληρή δουλειά και προπόνηση. Νομίζω ότι από εκεί ξεκίνησε και αναπτύχθηκε η φιλία μας», έλεγε ο μεγάλος Κόμπε στάζοντας μέλι για τον τότε συμπαίκτη του: «Έχει τόσο μεγάλο ταλέντο και μπορεί να μας βοηθήσει πολύ. Απλώς η ομάδα διαθέτει πολύ μεγάλο βάθος. Όμως, όποτε έχει την ευκαιρία να μπει μέσα και να παίξει, το κάνει πολύ καλά. Είναι εξαιρετικός επαγγελματίας. Δεν παραπονιέται, δεν γκρινιάζει. Απλώς έρχεται και δουλεύει σκληρά κάθε μέρα».

Ίδια πάνω κάτω ήταν και η άποψη του Πάουελ: «Νομίζω ότι το σπουδαιότερο πράγμα που μας συνδέει είναι η πείνα και το πάθος για το παιχνίδι, που τόσο εγώ όσο και αυτός έχουμε. Οπωσδήποτε το επίπεδο των ικανοτήτων του καθενός μας είναι διαφορετικό, αλλά όσον αφορά την καρδιά και την επιθυμία, είμαστε στο ίδιο επίπεδο. Εγώ δεν δίνω το 100% ή το 110%, αλλά το 200%»!

Τρέλα για τη μουσική

Το δεύτερο πάθος που ένωσε τον Κόμπε με τον Πάουελ είναι η μουσική. Και οι δυο τους τη λατρεύουν. Παλιοί συμπαίκτες του Μπράιαντ θυμούνται ότι απέφευγε τα πολλά πολλά μαζί τους και προτιμούσε να βάζει τα ακουστικά και να ακούει μουσική. Δεν ήταν μάλιστα λίγες οι φορές που αμέσως μετά την προπόνηση κλεινόταν στο αυτοκίνητό του και άκουγε με τις ώρες το καινούριο CD που είχε αγοράσει μέχρι να μάθει απ’ έξω τους στίχους από όλα τα τραγούδια του!

Ανάλογη τρέλα κουβαλά και ο Τζος Πάουελ. Λέγεται μάλιστα ότι στο γάμο του Λαμάρ Όντομ με την Κλόε Καρντάσιαν τον συνεπήρε τόσο πολύ η μουσική που έπαιζε, ώστε εισέβαλε στην πίστα χορεύοντας μέχρι τελικής πτώσεως! Στο πρόσωπό του βρήκε ο Κόμπε έναν άνθρωπο για να μοιραστεί μαζί του τη δική του αγάπη για τη μουσική. Κι αυτό δυνάμωσε τη φιλία τους.

Γεννημένος ηγέτης

Ο Πάουελ, όμως, δεν ήταν αγαπητός μόνο από τον Κόμπε Μπράιαντ, αλλά και από όλους τους τότε συμπαίκτες του στους Λέικερς. Παρότι έπαιζε ελάχιστα και υπήρχαν τότε στο ρόστερ ονόματα πολύ πιο ηχηρά από το δικό του, εντούτοις όλοι τον θεωρούσαν ως τον τρίτο αρχηγό της ομάδας μαζί με τους Κόμπε και Ντέρεκ Φίσερ.

«Είναι ηγέτης, επειδή ξέρει πώς να φέρεται, τι να κάνει και τι να προσφέρει σε όλους μας στην προπόνηση», τον αποθέωνε ένας άλλος συμπαίκτης του τότε, ο Λαμάρ Όντομ. «Στις 10 το πρωί, όταν κάποιοι από εμάς είμαστε ακόμα πολύ κουρασμένοι, ο Τζος θα μας ξυπνήσει θέλουμε δεν θέλουμε. Θα πάει με δύναμη στο επιθετικό ριμπάουντ, θα δώσει το κάτι παραπάνω, θα μας παρασύρει να τα δώσουμε κι εμείς όλα».

Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από κακές εμφανίσεις και ήττες, ο μόνος που είχε τα κότσια να πλησιάσει και να μιλήσει με τον νευριασμένο Μπράιαντ στα αποδυτήρια ήταν ο Πάουελ. Κι όταν όλοι οι άλλοι έβαζαν τα ακουστικά στα αυτιά τους και έμπαιναν στο λεωφορείο, μόνο αυτός, ο Κόμπε και ο Ντέρεκ Φίσερ έμεναν πίσω και συζητούσαν για την ομάδα.

«Ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα ο Τζος είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν των περισσοτέρων μας κι αυτό είναι πολύ καλό για την ομάδα. Πολλές προσωπικές και επαγγελματικές εμπειρίες τον έχουν φέρει σε τέτοια θέση, ώστε να μη φοβάται τις προκλήσεις και τις δύσκολες καταστάσεις», έλεγε ο Φίσερ.

Το σοκ της Ρωσίας

Κι είναι αλήθεια πως ο Τζος Πάουελ αποφάσισε να πέσει από νωρίς στα βαθιά για να μάθει να κολυμπά και να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του να παίξει στο ΝΒΑ. Δεν δίστασε να εγκαταλείψει μετά το τέλος της δεύτερης χρονιάς το κολέγιό του, το Νορθ Καρολάινα Στέιτ, για να δοκιμάσει την τύχη του στο ντραφτ. Και καθώς δεν κατάφερε να επιλεγεί, προτίμησε να περάσει τον Ατλαντικό και να παίξει στην Ευρώπη προκειμένου να βελτιωθεί, αλλά και να βγάλει κάποια χρήματα.

Η επιλογή του ρωσικού πρωταθλήματος και της Λοκομοτίβ Ροστόφ δεν ήταν καθόλου εύκολη για ένα 20χρονο παιδί όπως αυτός. Και ο ίδιος παραδέχεται: «Ήταν ένα πολιτισμικό σοκ! Το καταλαβαίνεις από τη στιγμή που πατάς το πόδι σου στο αεροδρόμιο. Δεν ξέρεις πού να πας, δεν μπορείς να διαβάσεις τις πινακίδες, προσπαθείς να μιλήσεις σε ανθρώπους και σε κοιτούν σα χαμένοι. Ήταν πολύ δύσκολο. Θα μπορούσε να εξελιχθεί πολύ χειρότερα, αλλά νομίζω ότι τέτοιες στιγμές σε κάνουν ακόμα πιο πεινασμένο, διότι αυτό που μετράει είναι ο τελικός στόχος. Κι αυτός ήταν να παίξω στο ΝΒΑ».

Πράγμα που κατάφερε, αφού έπαιξε μόλις δύο παιχνίδια στη Ρωσία και δύο σεζόν στην Ιταλία, πρώτα στη Σκαφάτι και μετά στην Καζέρτα, πριν τον δουν στο Ντάλας, του δώσουν την ευκαιρία που ζητούσε και πάρουν τα πράγματα το δρόμο τους.

Το τατουάζ και το σορτσάκι των Σόνικς

Όπως φαίνεται, ο Τζος Πάουελ είναι ένας άνθρωπος απόλυτα συνειδητοποιημένος. Ξέρει τι θέλει, πώς να το πετύχει και πορεύεται με βάση τη δική του κοσμοθεωρία. Έκανε τα μαλλιά του ράστα κι όταν αποφάσισε να τα κόψει, δεν το έκανε επειδή πέρασε η μόδα και το έκαναν όλοι οι άλλοι, αλλά επειδή ο ίδιος έκρινε ότι ωρίμασε και έπρεπε να το κάνει. Επειδή έχει πια τρία παιδιά (δύο κορίτσια και ένα αγόρι) και κρίνει ότι πρέπει να είναι σωστός πατέρας.

Γέμισε το σώμα του τατουάζ, όχι όμως με δράκους και άλλα τέρατα. Το αγαπημένο του εκφράζει την άποψή του για τη ζωή: «Όσο εύκολα σου δίνουν, άλλο τόσο και ακόμα πιο εύκολα σου παίρνουν. Να είσαι ευγνώμων και να μετράς τις προσευχές σου, γιατί ο Θεός κρατά τα κλειδιά για τις πόρτες της ζωής».

Αγαπάει τα παιδιά, τα Χριστούγεννα πηγαίνει μόνος του σε νοσοκομεία και μοιράζει δώρα σε άρρωστα παιδάκια, ενώ έχει ιδρύσει και φιλανθρωπικό ίδρυμα με την επωνυμία «21 Λόγοι για να Προσφέρεις». Και κάθε μέρα φοράει κάτω από τα ρούχα του ένα πράσινο σορτσάκι των Σιάτλ Σουπερσόνικς, μιας από τις ομάδες που τον δοκίμασαν όταν προσπαθούσε για πρώτη φορά να κερδίσει ένα συμβόλαιο στο ΝΒΑ, αλλά τον απέρριψαν. Για να θυμάται πάντα τι τράβηξε για να γίνει αυτός που είναι…