Τα σουβλάκια, το μεθύσι και το κάρφωμα στον Βράνκοβιτς!

T4

 

Ο Μέλβιν Τσίτουμ ήταν ένας από τους παίκτες που είχαν κοσμήσει τα ελληνικά γήπεδα μπάσκετ στα μέσα της δεκαετίας του '90. Αμερικανός φόργουορντ, αρκετά αλτικός με έφεση στα καρφώμα και τις τάπες.

 Αρχικά ήρθε στη χώρα μας το καλοκαίρι του '91 για λογαριασμό της Δάφνης ενώ στη συνέχεια αγωνίστηκε σε Λάρισα και Περιστέρι. Ο 45χρονος σήμερα Τσίτουμ παραχώρησε συνέντευξη στην ιστοσελίδα SentraGoal και στη στήλη «Χρόνια και Ζαμάνια» όπου μίλησε για το παρελθόν, την παραμονή του στην Ελλάδα μοιράζοντας τις δικές του εμπειρίες.

Αναλυτικά:

Από τις αρχές της δεκαετίας του '90 οι νεοφώτιστες ομάδες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα για την μεγάλη υπέρβαση στο μπάτζετ (σ.σ. παρά την παρουσία των ουκ ολίγων χορηγών τότε), έπρεπε να κάνουν «διάνα» στην επιλογή των ξένων παικτών. Με λίγα λόγια να βρουν... λαβράκια στην άλλη άκρη του Ατλαντικού προκειμένου να ενισχύσουν την προσπάθειά τους για την παραμονή στην μεγάλη κατηγορία.

Με τον Μάκη Δενδρινό στην τεχνική ηγεσία της ομάδας, η Δάφνη προσπαθούσε να βρει έναν Αμερικανό ο οποίος θα πλαισίωνε ιδανικά τους Καραμανώλη, Μπιλή, Μέλις, Κατσίκη, Μάντη και τον έμπειρο Παραγυιό στη μάχη της «σωτηρίας». Ο «Βούδας» δούλευε νυχθημερόν προκειμένου να βρει την καλύτερη δυνατή λύση, μέχρι που οδηγήθηκε στα χνάρια ενός 23χρονου φόργουορντ που δεν είχε επιλεγεί στο ντραφτ του '91 αλλά έβγαζε...μάτια στο καμπ των Φιλαντέλφια Σίξερς.


Όπως θα διαβάστε και παρακάτω ήταν οι συγκυρίες τέτοιες που η πρόταση της Δάφνης στον εκρηκτικό Μέλβιν Τσίτουμ ήρθε την κατάλληλη στιγμή! Γεννημένος στο Ουίνσμπορο της Λουιζιάνα τον Απρίλη του '68 είχε να επιδείξει μια «γεμάτη» τετραετία στο κολέγιο της Αλαμπάμα. 127 ματς στην Division I του NCAA έχοντας κατά μ.ο. 12,4 πόντους, 6,2 ριμπάουντ με 48% στα σουτ εντός πεδιάς και 73% στις βολές. Διόλου άσχημα για μια ομάδα που έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή την στην μεγάλη κατηγορία.

Στην Ελλάδα πάτησε το πόδι του στις 19 Αυγούστου 1991 μαζί με τον Μάκη Δενδρινό, ανήμερα της μεγάλης νίκης της Εθνικής Παίδων (των Λιαδέλη, Αλβέρτη, Ρεντζιά, Μασλαρινό, Κικίλια, Νικολαϊδη) απέναντι στη Βουλγαρία για το πανευρωπαϊκό της ίδιας χρονιάς. Ο Τσίτουμ όχι μόνο έγραψε ιστορία στη Δάφνη για τις εμφανίσεις του εκείνη τη χρονιά, αλλά και επειδή έγινε ο πρώτος ξένος στην ιστορία της ομάδας!! Τα πρώτα δείγματα γραφής είχαν αρχίσει να φαίνονται από το πρώτο του ματς στην Ελλάδα. Αν και η Δάφνη είχε γνωρίσει την ήττα στη Θεσσαλονίκη από τον Ηρακλή (102-87) εξαιτίας του εκπληκτικού Ινγκραμ (46π.), εκείνος είχε αφήσει τα διαπιστευτήριά του με 28 πόντους (8/15 δίποντα, 12/14 βολές) και 12 ριμπάουντ.
Μάλιστα ήταν εκείνος που κράτησε τους «κιτρινόμαυρους» στην μεγάλη κατηγορία έχοντας κατά μ.ο. στην πρώτη του χρονιά 25,1 πόντους (5ος σκόρερ του πρωταθλήματος, πίσω από Πάσπαλι, Ινγκραμ, Ντ.Χάμιλτον, Χάρισον), 11,3 ριμπάουντ και 1,5 κοψίματα! Άλλωστε το εντυπωσιακό του άλμα και τα μακριά του χέρια αποτελούσαν το... σήμα κατατεθέν του για τις τάπες που μοίραζε σε κάθε ματς. Του άρεσε –αν και τριαροτεσσάρι- να τρέχει στον αιφνιδιασμό και να τελειώνει τις φάσεις με εντυπωσιακά καρφώματα που ξεσήκωναν τους φιλάθλους.

Η αμέσως επόμενη χρονιά τον βρήκε στην Ισπανία και δη στη Μούρθια όπου είχε 19,1 πόντους και 7,4 ριμπάουντ ωστόσο έψαχνε τρόπους για να επιστρέψει στην Ελλάδα, την οποία είχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή. Το καλοκαίρι του 1993 η Λάρισα και δη ο Βαγγέλης Αλεξανδρής που βρίσκονταν στην τεχνική ηγεσία της ομάδας έψαχνε τους αντικαταστάτες των Γκρεγκ Ντένις και Νταν Ρόμπινσον που είχαν πραγματοποιήσει εκπληκτική χρονιά με αποτέλεσμα να παραμείνει η ομάδα στην Α1. Οι επιλογές που είχε στα χέρια του ήταν αρκετές, ωστόσο ήθελε το καλύτερο δυνατό για την ομάδα του.

Γι' αυτον τον λόγο άλλωστε απέρριπτε περιπτώσεις όπως αυτή του Ντάρεν Μόρνινγκσταρ, των... αγνώστων τότε Χάμινγκ και Άρνολτν, του Μαρκ Μπιούφορντ και του Σέρβου Ζόραν Στεβάνοβιτς. Ήθελε δοκιμασμένη λύση και η περίπτωση του free agent Τσίτουμ έμοιαζε να είναι ιδανική. Πλαισιωμένος από τον Μπρεντ Σκοτ, ο Αμερικανός φόργουορντ πρόσθεσε μία ακόμα καλή χρονιά στο βιογραφικό του με 22,3 πόντους κατά μ.ο. και 11,9 ριμπάουντ. Γι' άλλη μια χρονιά κατάφερε να σώσει την ομάδα που κλήθηκε να ηγηθεί και να παραμείνει στο ρόστερ της και τη σεζόν 1994-95 όπου μέτρησε άλλους 22,4 πόντους και 12 ριμπάουντ σε κάθε ματς.

Η ανταμοιβή για τον ίδιο ήταν η μεταπήδηση στο Περιστέρι την αμέσως επόμενη χρονιά. Στις αρχές του Αυγούστου του '95 και ενώ όλη η Ελλάδα βούιζε με τη μεταγραφή του Ντομινίκ Ουίλκινς στον Παναθηναϊκό, το Περιστέρι έκανε τις... δικές του κινήσεις με την απόκτηση του Τσίτουμ! Η επόμενη διετία τον βρήκε στα δυτικά προάστια όπου μέτρησε 67 ματς πρωταθλήματος με 15,3 πόντους και 8,6 ριμπάουντ κατά μ.ο. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που αγωνίστηκε με τη φανέλα κάποιας ελληνικής ομάδας, αφού μελλοντικά πάτησε εκ νέου ελληνικό παρκέ ως αντίπαλος της ΑΕΚ. Πιο συγκεκριμένα την περίοδο που αγωνίζονταν στην Ούλκερ, οι Τούρκοι αντιμετώπισαν την «Ένωση» για την Ευρωλίγκα της σεζόν 1997-98 στο ΟΑΚΑ ωστόσο εκείνος έφυγε ηττημένος με 81-73. Νωρίτερα είχε μεσολαβήσει η μεταπήδησή του στην Παρί του Μάλκοβιτς, απ' όπου έφυγε κακήν κακώς (ελέω Μπόζα) πριν «κλείσει» τη χρονιά στην Τουρκία.

Έκτοτε η καριέρα του είχε καθοδική πορεία αφού αγωνίστηκε κατά σε ομάδες όπως η Σάντο Ντομίνγκο (Δομινικανή Δημοκρατία), Σάντα Λουτσία Ριάλτορς (Φιλιππίνες), Ουέλβα (Ισπανία), Μαρίνος (Βενεζουέλα), ΠΑΟ Λεμεσού (Κύπρος) για να κλείσει την καριέρα του στο Βέλγιο με τη φανέλα των Βρυξελλών. Ουσιαστικά αποσύρθηκε από την ενεργό δράση σε ηλικία 33 ετών και αυτό λόγω ενός σοβαρού τραυματισμού στο χέρι κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Κύπρο. Έκτοτε επέστρεψε στις ΗΠΑ όπου ζει με την οικογένειά του, τη σύζυγό και τα δύο του παιδιά.

Ο 46χρονος (σήμερα) Τσίτουμ μιλησε στο SentraGoal και στη στήλη «Χρόνια και Ζαμάνια» τόσο για τις σημερινές του ασχολίες –οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με το μπάσκετ- όσο και για την πενταετία του στην Ελλάδα. Μάλιστα έμεινε έκπληκτος από το τηλεφώνημά μας αφού όπως θα διαβάσετε έχει προγραμματίσει να επιστρέψει στην Ελλαδα για διακοπές αυτό το καλοκαίρι ύστερα από 17 χρόνια!!


«Έρχομαι Ελλάδα για... ψάρι, σουβλάκια και παϊδάκια!»

«Αυτό θα πει σύμπτωση!! Έχω φύγει από την Ελλάδα εδώ και 17 χρόνια και με πήρες τηλέφωνο λίγους μήνες πριν επιστρέψω (Γέλια)! Πραγματικά απίστευτο! Φέτος ετοιμάζομαι να έρθω και πάλι στην ομορφότερη χώρα του κόσμου! Ο γιος μου γεννήθηκε στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στο μαιευτήριο Ιασώ και θέλω να του δείξω τον τόπο που πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ζείτε στον πιο όμορφο τόπο που υπάρχει και ανυπομονώ να επιστρέψω. Όπου και αν πάω μιλάω για τα καλύτερα λόγια για την Ελλάδα. Η χώρα που έχει τους πιο φιλόξενους ανθρώπους. Το καλύτερο φαγητό. Τα καλύτερα αξιοθέατα. Τους καλύτερους και πιο ένθερμους οπαδούς!» ήταν τα πρώτα λόγια του Τσίτουμ στη στήλη και συνέχισε:

«Μετράω αντίστροφα να έρθω για να απολαύσω φρέσκο ψάρι στις ψαροταβέρνες της Πειραϊκής. Συνέχεια το συζητάω με τους φίλους και την οικογένειά μου. Να φάω σουβλάκια, παϊδάκια, να τους δείξω την Ακρόπολη, να πάμε βόλτα στο Σούνιο και φυσικά να πάμε οδικώς στη Λάρισα για να επισκεφθώ τα στέκια που σύχναζα και να συναντήσω παλιούς φίλους. Γουάου. Πραγματικά μου φαίνεται απίστευτο που με θυμήθηκες ύστερα από τόσο καιρό και μάλιστα λίγο πριν επιστρέψω...»


«Ακόμα καρφώνω, αλλά το... αποφεύγω! Γέρασα!»

Φυσικά η πρώτη απορία μας είχε να κάνει με τις σημερινές του ασχολίες. Αν και πολλοί από τους καλεσμένους μας δεν έχουν σβήσει τελείως τα ίχνη τους, ο Μέλβιν Τσίτουμ (τον οποίο -η αλήθεια είναι- ότι κοπιάσαμε να βρούμε) ήταν από τους παίκτες που... χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου: «Αν περιμένεις να σου πω ότι ασχολήθηκα με το μπάσκετ και μετά το τέλος της καριέρας μου, αδίκως περιμένεις. Αποφάσισα να επενδύσω τα χρήματα που είχα κερδίσει από το μπάσκετ σε ακίνητα. Έχω αγοράσει αρκετά σπίτια και κτίρια σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ και αυτή τη στιγμή είμαι εισοδηματίας. Ως επί των πλείστων περνάω το χρόνο με την οικογένειά μου, ενώ ταυτόχρονα κοιτάζω να κάνω τις καλύτερες δυνατές επιλογές προκειμένου να βρω ευκαιρίες στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή».

Στη συνέχεια μίλησε λίγο για τον εαυτό του και την οικογένειά του πριν μπει στο «ζουμί» της υπόθεσης που δεν είναι άλλο από την πενταετία του στην Ελλάδα: «Ο γιος μου Μάιλς παίζει φούτμπολ και όχι μπάσκετ, ενώ φέτος τελειώνει το λύκειο! Άλλωστε του είχα υποσχεθεί ότι θα πάμε στην Ελλάδα αμέσως μετά την αποφοίτησή του. Γι' αυτό και θα έρθουμε φέτος τον Ιούλιο. Αντίστοιχα η κόρη μου ονομάζεται Αλέξις και είναι 13 ετών. Εμένα μου αρέσει το γκολφ και όσο μπορώ και έχω χρόνο παίζω. Επίσης γυμνάζομαι πολύ συχνά, αλλά δεν επιχειρώ να παίξω μπάσκετ! (Γέλια) Μεγάλωσα πια! Πλέον ένα διάστρεμμα μπορεί να χρειαστεί επέμβαση, ενώ όταν ήμουν αθλητής δεν χρειαζόταν τίποτα. Οπότε δεν ρισκάρω τίποτα! Παρόλα αυτά σε διαβεβαιώ ότι ακόμα και τώρα μπορώ να καρφώσω (Γέλια)


«Δοκίμασα ούζο και με πήγαν σηκωτό στο σπίτι!»

Για να περάσουμε στο... δια ταύτα: «Αν και αγωνίστηκα σε διάφορες χώρες, σαν την Ελλάδα πουθενά. Πουθενά. Πουθενά! Πέρασα τα καλύτερα χρόνια μου εκεί. Μόνο καλά πράγματα έχω να θυμάμαι. Ήταν η ομορφότερη περίοδος της ζωής μου. Από που να ξεκινήσω και που να τελειώσω... Από την πρώτη μου ομάδα τη Δάφνη και τους οπαδούς που γέμιζαν το κλειστό σε κάθε ματς; Τη Λάρισα που πέρασα δύο υπέροχα χρόνια; Ή το Περιστέρι που μπόρεσα να αγωνιστώ σε υψηλό επίπεδο με τη συμμετοχή στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Πραγματικά όλα ήταν υπέροχα. Από κάθε ομάδα που αγωνίστηκα έχω και κάτι να θυμάμαι. Όπως σου είπα και προηγουμένως έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από την Ελλάδα...»

Ποιες είναι αυτές όμως; «Θυμάμαι είχαμε κερδίσει ένα δύσκολο παιχνίδι και θέλαμε να το γιορτάσουμε. Ήταν η πρώτη μου εμπειρία στα μπουζούκια! Φοβερός τρόπος διασκέδασης (Γέλια) Μάλιστα ήταν και η πρώτη φορά που μου έδωσαν να δοκιμάσω ούζο! Τι το ήθελα;; Πραγματικά δεν είχα μεθύσει τόσο πολύ στη ζωή μου. Ακόμα και τώρα θυμάμαι πόσο πολύ πονούσε το κεφάλι μου μετά! Δεν μπορούσα να συνέλθω. Βέβαια εκείνο το βράδυ χρειάστηκα ειδική βοήθεια για να πάω σπίτι! Σηκωτό με πήγαν (Γέλια) Πάντως ήταν από τις εμπειρίες που ακόμα και σήμερα έχω και διηγούμαι. Γενικά είχαμε κάνει ωραία ξενύχτια στην Αθήνα, αλλά ομολογώ ότι δεν επιχείρησα να πιω ξανά ούζο! Α! Και να ξεκαθαρίσω κάτι. Δεν έβγαινα ποτέ πριν από προπόνηση ή ματς. Μόνο στα ρεπό και μετά από μεγάλες νίκες!»


Πέτζα και Γιάριτς ήταν σίγουρο ότι θα έκαναν καριέρα...»

Όσο για τους συμπαίκτες και τους αντιπάλους του; «Ομολογώ ότι είχα πολλούς καλούς συμπαίκτες! Και μπορώ να σου πω ότι τους θυμάμαι όλους, έναν προς έναν. Βέβαια με τον Μπρεντ Σκοτ που ήμασταν μαζί στη Λάρισα έχουμε κρατήσει μια μικρή επαφή και τα λέμε που και που αλλά από εκεί και πέρα δεν έχει τύχει να μιλήσω με άλλους! Επίσης θυμάμαι τον Μάρλον Μάξεϊ, τον Πριστ Λόντερντεϊλ, τον Αγγελο Κορωνιό. Μάλιστα με τον Άγγελο θέλω να συναντηθώ όταν έρθω Ελλάδα. Ήταν εξαιρετικό παιδί και εκπληκτικός παίκτης! Αν και δεν τον γνωρίζουν γενικά, θα ήθελα να συναντήσω το καλοκαίρι και με τον υπεύθυνο που προμήθευε αυτοκίνητα τις περισσότερες ομάδες μπάσκετ, τον Μανώλη Χανιώτη και με τον οποίο έκανα πολύ παρέα», και συνέχισε.

«Φυσικά θυμάμαι έντονα και τον Πέτζα Στογιάκοβιτς, ο οποίος φαινόταν ότι θα κάνει μεγάλη καριέρα στο μέλλον. Όπως και έκανε. Έπαιξε στο ΝΒΑ, κέρδισε πολλά χρήματα, ενώ έγινε και ένας από τους καλύτερους του αθλήματος. Επίσης και ο Μάρκο Γιάριτς με τον οποίο παίξαμε μαζί στο Περιστέρι. Ήταν μεγάλο ταλέντο και αυτό φάνηκε στη συνέχεια, όταν κι έκανε καριέρα στο ΝΒΑ. Το ίδιο και ο Μίλαν Γκούροβιτς, ο οποίος αγωνίστηκε σε μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες, όπως η Μπαρτσελόνα».

«Κορωνιός ο καλύτερος, Γκάλης Ο ΘΡΥΛΟΣ»

Όπως λέει μια παροιμία μας «αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει» και ο Μέλβιν Τσίτουμ θέλησε να αποθεώσει έναν συμπαίκτη του: «Ο Κορωνιός ήταν ο αγαπημένος μου παίκτης στην Ελλάδα. Πανέξυπνος, ήξερε πάντα τι έπρεπε να κάνει, ενώ προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο τρόπο τους συμπαίκτες του. Από την άλλη ο Νίκος Γκάλης ήταν πραγματικός θρύλος του μπάσκετ. Για την ακρίβεια Ο ΘΡΥΛΟΣ (“the legend” όπως είπε χαρακτηριστικά) του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ακόμα και σήμερα δεν έχω δει κάποιον παίκτη να κάνει αυτά που έκανε τότε ο Γκάλης. Όμως ο Κορωνιός παρέμεινε ο αγαπημένος μου...»

Ο 46χρονος, πρώην μπασκετμπολίστας, εξήγησε εκτός των άλλων ότι «ο Σιγάλας μου δυσκόλευε το παιχνίδι. Ήταν ο παίκτης που δεν μπορούσες να νικήσεις εύκολα και φυσικά ήξερα ότι θα είχα δύσκολη βραδιά όταν παίζαμε εναντίον του Ολυμπιακού», ενώ η άλλη όψη του νομίσματος είχε μόνο ένα όνομα: «Ουόλτερ Μπέρι φίλε μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον σταματήσεις. Ήξερες ότι θα έχεις 20 πόντους στην πλάτη σου (Γέλια) Ήταν από τους παίκτες που έβαζε τη μπάλα στο καλάθι ό,τι ώρα ήθελε. Δύσκολο το έργο των αμυντικών...»
«Ο Σάκοτα ήταν ο προπονητής που με βοήθησε περισσότερο»

Όταν έφτασε η κουβέντα στους προπονητές, ο Τσίτουμ ήθελε να σταθεί στον Ντράγκαν Σάκοτα, τον οποίο είχε κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Περιστέρι: «Είμαι πολύ τυχερός γιατί εξαιρετικούς προπονητές κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Ελλάδα... Από τον Μάκη Δενδρινό που ήταν ο πρώτος μου κόουτς στη Δάφνη και ο οποίος με βοήθησε πολύ να προσαρμοστώ στην Ελλάδα και το ελληνικό μπάσκετ, τον Βαγγέλη Αλεξανδρή στη Λάρισα που περάσαμε υπέροχες στιγμές, τον Ηλία Αρμένη, μέχρι φυσικά και τον Ντράγκαν Σάκοτα. Θεωρώ ότι ήταν ο καλύτερος προπονητής μου κατά τη διάρκεια της παρουσίας μου στην Ελλάδα. Μου έμαθε πολλά και με βοήθησε πολύ να καταλάβω καλύτερα το παιχνίδι. Σε γενικές γραμμές είχα καλές σχέσεις με όλους. Ουδέποτε αντιμετώπισα προβλήματα».

Άλλωστε με την τελευταία του ατάκα ξεκαθάρισε επίσης ότι «ολοκλήρωσα την καριέρα μου έχοντας τις καλύτερες αναμνήσεις από την Ελλάδα. Όπου αλλού και αν αγωνίστηκα είχα και κάτι άσχημο να θυμάμαι. Όμως τίποτα από την Ελλάδα. Σε όλες τις ομάδες μου φέρθηκαν εκπληκτικά και αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Δεν έχω κακό λόγο για κανέναν. Άλλωστε όταν πήγα στη Λάρισα μετά από μια άσχημη χρονιά στην Ισπανία, μπόρεσα να ξανακερδίσω τη χαμένη μου αυτοπεποίθηση. Ύστερα από δύο όμορφα χρόνια εκεί, πήγα στο Περιστέρι όπου είχα την ευκαιρία να ανέβω επίπεδο και να παίξω στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις...»

«Φοβερό να καρφώνεις στη μούρη του Βράνκοβιτς»

Όμως ποια ήταν η καλύτερη στιγμή του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα; Όπως μας είπε δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ ένα παιχνίδι εναντίον του Παναθηναϊκού την εποχή που αγωνίζονταν στη Λάρισα. Ο λόγος; «Ένα κάρφωμα στη μούρη του Βράνκοβιτς! Ήταν μακράν η καλύτερη στιγμή μου στην Ελλάδα. Ούτε ένα ματς που σημείωσα πολλούς πόντους ή πήρα πολλά ριμπάουντ, ούτε τίποτα. Θυμάμαι παίζαμε στη Λάρισα και είχα καρφώσει με δύναμη μέσα στο πρόσωπό του. Πραγματικά εκπληκτικό το συναίσθημα!!» ανέφερε χαρακτηριστικά, ενώ γυρνώντας τον χρόνο πίσω θυμήθηκε την εποχή που πρωτοήρθε στην Ελλάδα.

«Βρισκόμουν σε κάποιο καμπ του ΝΒΑ όταν ήρθε ο ατζέντης μου για να μου μιλήσει για την πρόταση της Δάφνης. Οτι υπήρχε μια ομάδα από την Ελλάδα που ήθελε να με αποκτήσει. Ξέρεις εκείνη την περίοδο οι νέοι παίκτες δεν ήθελαν να ρισκάρουν και να μετακομίσουν στην Ευρώπη. Εμένα δεν με ενδιέφερε. Ήθελα να παίξω επαγγελματικό μπάσκετ και δεν με πείραζε αν δεν ήταν στο ΝΒΑ, αλλά στην Ευρώπη. Και έτσι αντιμετώπισα την πρόταση της Δάφνης. Ως μια μεγάλη ευκαιρία να δείξω τις ικανότητές μου και να πρωταγωνιστήσω».

Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι ο Τσίτουμ έπαιρνε μέρος στο καμπ των Φιλαντέλφια Σίξερς (με παίκτες τότε στο ρόστερ όπως οι Μπάρκλεϊ, Χόκινς, Ουίγκινς!), έχοντας κερδίσει τις εντυπώσεις! Μάλιστα ο ασίσταντ GM της ομάδας Μπομπ Ουάινχαουερ είχε πλέξει το εγκώμιό του λέγοντας πως ήταν ο καλύτερος του καμπ. Όμως ο Τσίτουμ δεν ρίσκαρε να περιμένει τους Σίξερς και η ομάδα της Φιλαντέλφια επέλεξε τελικά τον... Τσαρλς Σάκλεφορντ!

«Δεν ήθελα να παίξω στους μεγάλους, αλλά να τους κερδίζω!»

Συνήθως οι Αμερικανοί που έρχονταν στην Ελλάδα την προπερασμένη δεκαετία χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς που ήθελαν να είναι πρωταγωνιστές, ακόμα και σε μικρομεσαίες ομάδες του πρωταθλήματος και σε αυτούς που ήταν πρωτοκλασάτα ονόματα και έκαναν τη διαφορά στους διεκδικητές των τίτλων. Ο Τσίτουμ ανήκε στην πρώτη κατηγορία όπως θα διαβάσετε και παρακάτω:

«Η αλήθεια είναι ότι όταν έπαιζες σε μια ομάδα όπως η Δάφνη ή η Λάρισα ήταν δύσκολο να κεντρίσεις το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού, του ΠΑΟΚ και των υπολοίπων ομάδων που πρωταγωνιστούσαν τότε. Όμως μπορούσες να πας στις ομάδες που ήταν ένα σκαλί πιο πάνω, όπως το Περιστέρι. Και αυτό εμένα με ικανοποίησε γιατί βρέθηκα σε μια καλή ομάδα που ήμουν πρωταγωνιστής. Αυτό με κάλυπτε πλήρως και δεν με ένοιαζε εάν δεν πήγαινα σε κάποια μεγαλύτερη ομάδα. Εξάλλου με ικανοποιούσε περισσότερο όταν τις κέρδιζα!»

Τι έχει να θυμάται όμως από αυτές; «Ο Ολυμπιακός ήταν η ομάδα που έπαιρνε τα πρωταθλήματα στην Ελλάδα, αλλά ο Παναθηναϊκός είχε κερδίσει το ευρωπαϊκό τρόπαιο. Ήταν οι δύο ομάδες που έδιναν τα περισσότερα χρήματα στους παίκτες οπότε ήταν λογικό να φέρνουν και τους καλύτερους παίκτες. Όπως για παράδειγμα ο Παναθηναϊκός που είχε φέρει τον Ντομινίκ Ουίλκινς. Ήταν εκπληκτικό να παίζεις εναντίον τόσο μεγάλων παικτών και γι' αυτό πιστεύω ότι το ελληνικό πρωτάθλημα ήταν το καλύτερο της Ευρώπης εκείνη την περίοδο».

«Τι; Δεν είναι ο... Κορασίδης πια στο Περιστέρι;»

Στη συνέχεια θέλησε να μάθει για την... μπασκετική κατάσταση που επικρατεί αυτές τις μέρες στην Ελλάδα. Μάλιστα έκανε ειδική ερώτηση για την οικογένεια Γιαννακόπουλων και αν εξακολουθούν να βρίσκονται στον Παναθηναϊκό, αναρωτήθηκε αν έχουν αλλάξει πρόσωπα και καταστάσεις στον Ολυμπιακό, ενώ ενδιαφέρθηκε και για τις πρώην ομάδες του. Όμως η απάντηση που πήρε δεν ήταν και εκείνη που θα περίμενε: «Αλήθεια λες; Γουάου. Αυτό ομολογώ ότι δεν περίμενα να το ακούσω. Κρίμα» ενώ στάθηκε περισσότερο στο Περιστέρι; «Τι; Έφυγε ο Κορασίδης; Από πότε; Για ποιον λόγο;» και εμείς απλά προσπαθούσαμε να του λύσουμε τις απορίες και να του εξηγήσουμε ότι η περίοδο των παχιών αγελάδων έχει περάσει –δίχως επιστροφή- στο παρελθόν!

Λίγο πριν κλείσουμε μας είπε ότι στην Ελλάδα είχε κάνει πολλές παρέες και συνήθως διασκέδαζε με συμπατριώτες του. Είτε ήταν συμπαίκτες, είτε αντίπαλοι: «Περισσότερο παρέα έκανα με τον Τζον Χάντσον, αλλά στη συνέχεια βγαίναμε έξω με τον Μάρλον Μάξεϊ, τον Πριστ Λόντερντεϊλ, τον Ντέρεκ Χάμιλτον, τον Λόουελ Άμιλτον, τον Μάρκους Λίμπερτι, τον Μπρεντ Σκοτ, τον Ντομινίκ... Γενικά ήταν πολύ ωραία η θητεία μου στην Ελλάδα. Πηγαίναμε ως επί των πλείστων στη Γλυφάδα, αλλά μερικές φορές μας άρεσαν και οι βόλτες στο κέντρο της Αθήνας...»

Για να καταλήξει λέγοντας: «Θέλω να κάνω και μια αναφορά στους φιλάθλους! Ήταν μακράν οι καλύτεροι που έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου. Σε όλα τα γήπεδα. Τέτοιο πάθος, τέτοια ένταση, τέτοια υποστήριξη... Λένε ότι στο ποδόσφαιρο υπάρχει μεγάλος φανατισμός. Συγνώμη, αλλά κάνουν λάθος. Και στο μπάσκετ το ίδιο ισχύει... Εύχομαι να είστε όλοι καλά και θα τα πούμε το καλοκαίρι από κοντά. Ανυπομονώ να επιστρέψω!»