Παρ'το αλλιώς...

bourou anteto

Ζητείται μέταλλο, γράφαμε από εδώ αμέσως μετά το τελευταίο φιλικό προετοιμασίας με την Τουρκία και πριν από το τζάμπολ του Μουντομπάσκετ. Αλλά τελικά και παρά το ότι εμφάνισε πολλά άλλα ωραία στοιχεία, μέταλλο αυτή η Εθνική δεν είχε. Διότι το πιο κρίσιμο παιχνίδι της διοργάνωσης, το ένα και μοναδικό που δεν έπρεπε επ’ ουδενί να χάσει, το έχασε πανηγυρικά.

Αν έχανε κάποιον αγώνα της πρώτης φάσης, είχε το περιθώριο να επανορθώσει στη συνέχεια. Αν έχανε στη συνέχεια, στα προημιτελικά ή στα ημιτελικά, πάλι δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα από τη στιγμή που ο αρχικός στόχος της πρόκρισης στα προημιτελικά θα είχε επιτευχθεί. Ένα παιχνίδι απαγορευόταν να χάσει-και το ήξεραν όλοι αυτό από την αρχή-το πρώτο χιαστί. Και σε αυτό ακριβώς το παιχνίδι η Εθνική εμφανίσε το χειρότερο εαυτό της λυγίζοντας υπό την πίεση του «πρέπει» και παραδόθηκε σχεδόν αμαχητί. Από τα μισά της τρίτης περιόδου είχε πετάξει λευκή πετσέτα. Και επέστρεψε άρον άρον στην Αθήνα έχοντας αποτύχει σε μία ακόμα μεγάλη διοργάνωση.

Ποιος φταίει γι’ αυτή την αποτυχία; Καλή ερώτηση. Πώς να αρχίσεις να μοιράζεις ευθύνες από εδώ και από εκεί όταν μέχρι την προηγούμενη του αγώνα ημέρα μιλούσες για… τρένα και συνέθετες ύμνους δυσανάλογους ως προς τη σημασία των αγώνων και τη δυναμικότητα των αντιπάλων που ως εκείνη τη στιγμή είχε νικήσει η Εθνική; Και η… κωλοτούμπα έχει τα όριά της. Κάτι όμως πρέπει να φταίει.

Οι παίκτες δεν φταίνε, διότι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν μπορούσαν (αλίμονο, μιλάμε για παίκτες που αγωνίζονται στις κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες και στο ΝΒΑ) ή δεν ήθελαν. Ήθελαν και παραήθελαν, ίσως μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, πράγμα που φάνηκεαπό το πόσο συσπειρωμένοι ήταν και πόσο καλό κλίμα έφτιαξαν στα αποδυτήρια για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια.

Ο προπονητής και το επιτελείο του δεν φταίνε, γιατί δούλεψαν πολύ και το αποτέλεσμα της δουλειάς τους φάνηκε στο παρκέ. Η Εθνική έπαιξε ωραίο μπάσκετ, πέτυχε νίκες, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν, για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό, απολύτως προσηλωμένη στο στόχο της χωρίς να αποπροσανατολίζεται από γκρίνια και μουρμούρα στα ενδότερά της.

Ο… Σπανούλης δεν φταίει επειδή έλειπε, πολύ απλά διότι το μπάσκετ έχει εξελιχθεί τόσο, ώστε το συγκεκριμένο επιχείρημα περί του παίκτη που βγαίνει μπροστά στα δύσκολα να έχει καταντήσει ντεμοντέ. Άλλωστε και πέρυσι και πρόπερσι που ο Σπανούλης ήταν στην ομάδα, δεν κατάφερε να αποτρέψει τις καταστροφικές ήττες από τη Φινλανδία και τη Νιγηρία.

Αν τίποτα από τα παραπάνω δεν φταίει, τότε το μόνο που μένει είναι τα ρίξουμε όλα στην… κακή την ώρα. Απλώς έτυχε η Εθνική να κάνει τη χειρότερη εμφάνισή της στο πιο κρίσιμο παιχνίδι του τουρνουά. Χτυπάμε την πλάτη του προπονητή και των παικτών, «δεν πειράζει, ψηλά το κεφάλι, του χρόνου πιο δυνατοί» τους λέμε και περιμένουμε το επόμενο χιαστί ελπίζοντας σε καλύτερη τύχη.

Το πρόβλημα ωστόσο είναι πως οι κακές οι ώρες είναι περισσότερες από τις καλές την τελευταία πενταετία. Κακή ώρα το 2010 στην Τουρκία, κακή ώρα στη Βενεζουέλα το 2012, πολλές κακές ώρες πέρυσι στη Σλοβενία, κακή ώρα φέτος… Με τόσες διαδοχικές αποτυχίες υπάρχει πλέον σοβαρός κίνδυνος να ποτιστεί η ομάδα με πνεύμα ηττοπάθειας και στα επόμενα κρίσιμα παιχνίδια τα πόδια των παικτών να τρέμουν πριν καν πατήσουν το παρκέ. Κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να της συμβεί. Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα να το πάρουμε λίγο αλλιώς;

Μήπως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσει η ομοσπονδία τη στρατηγική της για τις εθνικές ομάδες και να αλλάξει μοντέλο; Τα αποτελέσματα φανερώνουν ότι η επιλογή της part time συνεργασίας με τον ομοσπονδιακό προπονητή έχει αποτύχει πλήρως. Η Εθνική αναδείχθηκε δύο φορές πρωταθλήτρια Ευρώπης και μία φορά δευτεραθλήτρια κόσμου έχοντας προπονητή πλήρους απασχόλησης. Από τότε που η ομοσπονδία αποφάσισε να μετατρέψει αυτή την πολύ σοβαρή δουλειά σε πάρεργο και με εξαίρεση την πρώτη χρονιά του Καζλάουσκας και το χάλκινο μετάλλιο στην Πολωνία, οι σφαλιάρες διαδέχονται η μία την άλλη.

Μήπως λοιπόν πρέπει να επιστρέψει η ομοσπονδία στην παλιά πετυχημένη συνταγή και να τη βελτιώσει; Σε έναν προπονητή που θα ασχολείται νυχθημερόν όλο το χρόνο με την Εθνική ομάδα και επιπλέον θα έχει ρόλο συντονιστή στη δουλειά που γίνεται στις «μικρές» εθνικές, έχοντας λόγο ακόμα και για τη στελέχωση των προπονητικών επιτελείων τους; Σε έναν προπονητή που θα καταστρώσει ένα συνολικό πλάνο λειτουργίας των εθνικών ομάδων και θα τον αφήσουν να το εφαρμόσει;

Ας είναι ο Φώτης Κατσικάρης αυτός. Κανείς δεν αμφισβητεί, παρά την αποτυχία στη Μαδρίτη, τις ικανότητες, την εργατικότητα και την αποδοχή του από τους διεθνείς. Είναι ωστόσο αναγκαίο η ομοσπονδία να αλλάξει γραμμή πλεύσης, να επαναχαράξει τη στρατηγική της και να αντιμετωπίσει την Εθνική ομάδα ως μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Κάτι που δεν φαίνεται να κάνει τα τελευταία χρόνια…